- ὑπερβάλλω
- превосхожу
Ancient Greek-Russian simple. 2014.
Ancient Greek-Russian simple. 2014.
υπερβάλλω — ὑπερβάλλω ΝΜΑ [βάλλω] 1. υπερβαίνω, υπερέχω, είμαι ανώτερος από κάποιον, ξεπερνώ κάποιον (α. «υπερβάλλει τους συναδέλφους του σε αποδοτικότητα» β. «μήτ ἄρ ὑπερβάλλων βοὸς ὁπλὴν μήτ ἀπολείπων», Ησίοδ.) 2. (η μτχ. ενεστ. ως επίθ.) υπερβάλλων, ουσα … Dictionary of Greek
υπερβάλλω — υπερβάλλω, υπερέβαλα βλ. πίν. 146 Σημειώσεις: υπερβάλλω : η λόγια μτχ. ενεστώτα έχει επιβιώσει σε εκφρ. όπως: υπερβάλλων υπερβολικός) ζήλος … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
ὑπερβάλλω — throw over pres subj act 1st sg ὑπερβάλλω throw over pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υπερβάλλω — υπέρβαλα 1. υπερνικώ, υπερτερώ, υπερέχω, πλεονεκτώ: Υπερβάλλει όλους σε εργατικότητα. 2. μεγαλοποιώ, παρασταίνω κάτι υπερβολικά, τα παραλέω: Έτσι όπως τα λες, υπερβάλλεις. 3. το ουδ. μτχ. ως ουσ., υπερβάλλον το πλεόνασμα, το περίσσεμα: Το… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ὑπερβάλησθε — ὑπερβάλλω throw over aor subj mp 2nd pl ὑπερβάλλω throw over aor subj act 2nd pl (epic) ὑπερβά̱λησθε , ὑπερβάλλω throw over aor subj mid 2nd pl (doric) ὑπερβά̱λησθε , ὑπερβάλλω throw over aor subj act 2nd pl (epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπερβάλῃ — ὑπερβάλλω throw over aor subj mp 2nd sg ὑπερβάλλω throw over aor subj act 3rd sg ὑπερβά̱λῃ , ὑπερβάλλω throw over aor subj mid 2nd sg (doric) ὑπερβά̱λῃ , ὑπερβάλλω throw over aor subj act 3rd sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπερβαλοῦσι — ὑπερβάλλω throw over aor part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) ὑπερβάλλω throw over fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric) ὑπερβάλλω throw over fut ind act 3rd pl (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπερβαλοῦσιν — ὑπερβάλλω throw over aor part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) ὑπερβάλλω throw over fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric) ὑπερβάλλω throw over fut ind act 3rd pl (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπερβάλλεσθε — ὑπερβάλλω throw over pres imperat mp 2nd pl ὑπερβάλλω throw over pres ind mp 2nd pl ὑπερβάλλω throw over imperf ind mp 2nd pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπερβάλλετε — ὑπερβάλλω throw over pres imperat act 2nd pl ὑπερβάλλω throw over pres ind act 2nd pl ὑπερβάλλω throw over imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπερβάλλῃ — ὑπερβάλλω throw over pres subj mp 2nd sg ὑπερβάλλω throw over pres ind mp 2nd sg ὑπερβάλλω throw over pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)